- πατρόν
- τοκομμάτι από χαρτί ή άλλο υλικό, πάνω στο οποίο είναι σχεδιασμένο το υπόδειγμα σύμφωνα με το οποίο πρέπει να κοπεί το ύφασμα για να γίνει το αντρικό ή γυναικείο ένδυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patron «τύπος, υπόδειγμα, αποτύπωμα σχεδίου πάνω σε χαρτί»].
Dictionary of Greek. 2013.